FAQs About the word yukked

εμετός

laugh, joke, joke, gag, laugh

αστειεύτηκε,αστειεύομαι,αστειεύτηκε,πείραξε,αστειεύτηκε,εκδορές,έξυπνος,εξαπατημένος,Αστείο,φιμωμένος

No antonyms found.

yuk => ξύ, yucks => αηδιαστικό, yucked => αποκρουστικό, yo-yos => γιο-γιο, yo-yoed => γιο-γιο,