FAQs About the word yeller

φωνιάρης

someone who communicates vocally in a very loud voice

κραυγή,κραυγή,τσίριγμα,κλάμα,ουρλιαχτό,κραυγή,κραυγή,οξύς,μπόρα,γαύγισμα

Μουρμούρισμα,ψιθύρι,γκρινιάζω

yelled => φώναξε, yell => φωνάζω, yelk => Κρόκος, yeldrine => yeldrine, yeldhall => Γέρχολ,