Greek Meaning of wowser
Συνοφρυωμένος
Other Greek words related to Συνοφρυωμένος
Nearest Words of wowser
Definitions and Meaning of wowser in English
wowser
an obtrusively puritanical person
FAQs About the word wowser
Συνοφρυωμένος
an obtrusively puritanical person
πουριτανός,Μπλε μύτη,Ηθικολόγος,Εθικοδιδάσκαλος,Κυρία Γκράντι,πουριτανικός,καλός,Ωραία Νέλι,γεροντοκόρη,Υποκριτής
ανηθικολόγος,ελευθεριακός,άτακτος
wounds => τραύματα, wound down => αδύναμος, worths => αξίζει, worships => λατρεύει, worshippers => προσκυνητές,