FAQs About the word wire-worker

Ηλεκτρολόγος

One who manufactures articles from wire.

No synonyms found.

No antonyms found.

wirework => συρματοπλέγματα, wiretapper => ακροατής, wiretap => Υποκλοπή τηλεφωνικής συνομιλίας, wire-tailed => με μεταλλική ουρά, wires => σύρματα,