Greek Meaning of white person
λευκό πρόσωπο
Other Greek words related to λευκό πρόσωπο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of white person
- white perch => λευκό τσιπούρι
- white pepper => Λευκό πιπέρι
- white pelican => λευκός πελεκάνος
- white paper => Λευκή βίβλος
- white pages => λευκές σελίδες
- white out => Γκόμενα
- white onion sauce => Σάλτσα με λευκά κρεμμύδια
- white oak => δρυς η λευκη
- white noise => λευκός θόρυβος
- white nile => Λευκός Νείλος
- white pine => Πεύκη λευκή
- white pine blister rust => Σκουριά Pinus strobus
- white plague => Λευκή πανώλη
- white popinac => Λευκός Popinac
- white poplar => Λευκή λεύκη
- white potato => λευκή πατάτα
- white potato vine => Λευκή κληματαριά με πατάτες
- white pox => Ευλογιά
- white prairie aster => Λευκή αστεριά της πεδιάδας
- white rhinoceros => Ασπροκέρατος ρινόκερος
Definitions and Meaning of white person in English
white person (n)
a Caucasian
white person ()
A person of the Caucasian race (6 Fed. Rep. 256).
FAQs About the word white person
λευκό πρόσωπο
a CaucasianA person of the Caucasian race (6 Fed. Rep. 256).
No synonyms found.
No antonyms found.
white perch => λευκό τσιπούρι, white pepper => Λευκό πιπέρι, white pelican => λευκός πελεκάνος, white paper => Λευκή βίβλος, white pages => λευκές σελίδες,