Greek Meaning of western poison oak
Δυτικό δηλητηριώδες δέντρο βελανιδιάς
Other Greek words related to Δυτικό δηλητηριώδες δέντρο βελανιδιάς
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of western poison oak
- western pipistrel => Νυκτερίδα πιπίστρελλου
- western pasqueflower => Pulsatilla occidentalis
- western paper birch => Δυτική σημύδα
- western omelet => Ομελέτα Western
- western narrow-mouthed toad => Βάτραχος δυτικός στενόστομος
- western mugwort => Αρτεμισία η δυτική
- western mountain ash => Σορβιά η αμερικανική
- western meadowlark => Δυτική καρδερίνα των λιβαδιών
- western malayo-polynesian => Δυτικές μαλαγιοπολυνησιακές γλώσσες
- western lowland gorilla => Δυτικός γορίλας πεδινός
- western poppy => δυτικός παπαρούνας
- western prince's pine => Ελάτη του πρίγκιπα δυτικά
- western ragweed => Αμβροσία
- western rattlesnake => Δυτική κροταλίας
- western red cedar => Κόκκινο δυτικό κέδρο
- western red-backed salamander => Τρίτωνας της Αμερικής
- western redbud => Κερκίς η δυτική
- western ribbon snake => Δυτική κορδελοσαύρα
- western roman empire => Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
- western saddle => Δυτική σέλα
Definitions and Meaning of western poison oak in English
western poison oak (n)
poisonous shrub of the Pacific coast of North America that causes a rash on contact
FAQs About the word western poison oak
Δυτικό δηλητηριώδες δέντρο βελανιδιάς
poisonous shrub of the Pacific coast of North America that causes a rash on contact
No synonyms found.
No antonyms found.
western pipistrel => Νυκτερίδα πιπίστρελλου, western pasqueflower => Pulsatilla occidentalis, western paper birch => Δυτική σημύδα, western omelet => Ομελέτα Western, western narrow-mouthed toad => Βάτραχος δυτικός στενόστομος,