Greek Meaning of waveform
Μορφή κύματος
Other Greek words related to Μορφή κύματος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of waveform
- waved => κυματιστός
- waveband => Μπάντα συχνοτήτων
- wave train => Τρένο κυμάτων
- wave theory of light => Κυματοσωματιδιακός δυϊσμός
- wave theory => Θεωρία των κυμάτων
- wave shape => Σχήμα κύματος
- wave off => διακοπή προσγείωσης
- wave number => Αριθμός κύματος
- wave mechanics => Κυματομηχανική
- wave guide => κυματοδηγός
Definitions and Meaning of waveform in English
waveform (n)
the shape of a wave illustrated graphically by plotting the values of the period quantity against time
FAQs About the word waveform
Μορφή κύματος
the shape of a wave illustrated graphically by plotting the values of the period quantity against time
No synonyms found.
No antonyms found.
waved => κυματιστός, waveband => Μπάντα συχνοτήτων, wave train => Τρένο κυμάτων, wave theory of light => Κυματοσωματιδιακός δυϊσμός, wave theory => Θεωρία των κυμάτων,