Greek Meaning of washing soda
Σόδα πλυντηρίου
Other Greek words related to Σόδα πλυντηρίου
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of washing soda
- washington => Ουάσινγκτον
- washington d.c. => Ουάσιγκτον, D.C.
- washington irving => Ουάσινγκτον Ίρβινγκ
- washington monument => Μνημείο Ουάσινγκτον
- washingtonian => Ουασινγκτόνιανος
- washington's birthday => Τα γενέθλια του Ουάσινγκτον
- washing-up => πλύσιμο πιάτων
- washoe process => Διαδικασία Washoe
- wash-off => πλένεται
- washout => αποπλύνετε
Definitions and Meaning of washing soda in English
washing soda (n)
a sodium salt of carbonic acid; used in making soap powders and glass and paper
FAQs About the word washing soda
Σόδα πλυντηρίου
a sodium salt of carbonic acid; used in making soap powders and glass and paper
No synonyms found.
No antonyms found.
washing powder => Απορρυπαντικό σκόνη, washing machine => Πλυντήριο ρούχων, washing day => ημέρα πλυσίματος, washing => Πλύσιμο, washiness => Πλύσιμο,