Greek Meaning of wappet
Ομορφη
Other Greek words related to Ομορφη
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of wappet
- wapping => Wapping
- war => Πόλεμος
- war admiral => Ναύαρχος του Στόλου
- war advocacy => υποστηρικτής πολέμου
- war baby => παιδί του πολέμου
- war between the states => Πόλεμος μεταξύ των κρατών
- war bride => Μνηστή του πολέμου
- war chest => Ταμείο πολέμου
- war cloud => νεφέλη πολέμου
- war correspondent => Πολεμικός ανταποκριτής
Definitions and Meaning of wappet in English
wappet (n.)
A small yelping cur.
FAQs About the word wappet
Ομορφη
A small yelping cur.
No synonyms found.
No antonyms found.
wapper => wapper, wappened => συνέβη, wappato => Wappato, wapp => ουάπ, wapiti => Γουάπιτι,