Greek Meaning of virginhood
virginhood
Other Greek words related to virginhood
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of virginhood
- virginal membrane => παρθενικός υμένας
- virginal => παρθενικός
- virgin wool => Παρθένα μαλλί
- virgin mary => Παναγία Μαρία
- virgin islands national park => Εθνικό Πάρκο των Παρθένων Νήσων
- virgin forest => Παρθένο δάσος
- virgin birth => Παρθενογένεση
- virgin => παρθένος
- virgilian => virgilius
- virgilia oroboides => Φιλίκια οροβοειδής
- virginia => Βιρτζίνια
- virginia beach => Βιρτζίνια Μπιτς
- virginia bluebell => Μπλουμπελ της Βιρτζίνια
- virginia chain fern => Παρθένια αρσενική φτέρη
- virginia cowslip => Λιγκαμπόσκ
- virginia creeper => Παρθενόκισσος
- virginia crownbeard => Βιρτζίνια κράουνμπεαρντ
- virginia deer => Ελάφι της Βιρτζίνια
- virginia fence => Φράχτης της Βιρτζίνια
- virginia ham => Ζαμπόν Βιρτζίνια
Definitions and Meaning of virginhood in English
virginhood (n.)
Virginity; maidenhood.
FAQs About the word virginhood
Definition not available
Virginity; maidenhood.
No synonyms found.
No antonyms found.
virginal membrane => παρθενικός υμένας, virginal => παρθενικός, virgin wool => Παρθένα μαλλί, virgin mary => Παναγία Μαρία, virgin islands national park => Εθνικό Πάρκο των Παρθένων Νήσων,