FAQs About the word vermicule

σκουλήκι

A small worm or insect larva; also, a wormlike body.

No synonyms found.

No antonyms found.

vermiculation => σκουληκότρωση, vermiculating => σκουληκόμορφος, vermiculated => Σκουληκόμορφος, vermiculate => σκωληκοειδής, vermicular => σκουληκόμορφος,