Greek Meaning of vena
φλέβα
Other Greek words related to φλέβα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of vena
- velvety-skinned => βελουδένιο δέρμα
- velvety-plumaged => με βελούδινο φτέρωμα
- velvety-haired => βελούδινος
- velvety-furred => Βελούδινης υφής
- velvety => βελουδένιος
- velvetweed => Βελούδινη φτελιά
- velvet-textured => Βελουτέ.
- velvet-leaf => Ηλιοτρόπιον το τρίλοβον
- velvetleaf => Βελούδινο φύλλο
- velveting => βελουδοποίηση
- vena angularis => Γωνιώδης φλέβα
- vena appendicularis => σκωληκοειδής απόφυση
- vena arcuata renis => Τόξο φλεβός νεφρού
- vena auricularis => Φλέβα ωτός
- vena axillaris => Αξονική φλέβα
- vena azygos => άνω κοίλη φλέβα
- vena basalis => Φλέβα βασική
- vena basilica => Φλέβα βασιλική
- vena basivertebralis => φλέβα βασιβερτεβρική
- vena brachialis => βραχιόνιος φλέβα
Definitions and Meaning of vena in English
vena (n)
a blood vessel that carries blood from the capillaries toward the heart
vena (n.)
A vein.
FAQs About the word vena
φλέβα
a blood vessel that carries blood from the capillaries toward the heartA vein.
No synonyms found.
No antonyms found.
velvety-skinned => βελουδένιο δέρμα, velvety-plumaged => με βελούδινο φτέρωμα, velvety-haired => βελούδινος, velvety-furred => Βελούδινης υφής, velvety => βελουδένιος,