Greek Meaning of variole
Ευλογιά
Other Greek words related to Ευλογιά
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of variole
- variolation => εμβολιασμός
- variolar => Ευλογικός
- variola virus => Ιός ευλογιάς
- variola vaccinia => Ιολοι της αγελάδας
- variola vaccine => Εμβόλιο ευλογιάς
- variola vaccina => Ευλογιά του βοδιού
- variola minor virus => Ιός της ελαφράς ευλογιάς
- variola minor => Ευλογιά
- variola major virus => Ιός της ευλογιάς
- variola major => Ευλογιά
Definitions and Meaning of variole in English
variole (n.)
A foveola.
A spherule of a variolite.
FAQs About the word variole
Ευλογιά
A foveola., A spherule of a variolite.
No synonyms found.
No antonyms found.
variolation => εμβολιασμός, variolar => Ευλογικός, variola virus => Ιός ευλογιάς, variola vaccinia => Ιολοι της αγελάδας, variola vaccine => Εμβόλιο ευλογιάς,