Greek Meaning of vanisher
Γόμα
Other Greek words related to Γόμα
Nearest Words of vanisher
Definitions and Meaning of vanisher in English
vanisher (n)
a person who disappears
FAQs About the word vanisher
Γόμα
a person who disappears
εξαφανίζω,ξεθωριάζω,διαλύω,διαλύω,εξατμίζω,Τρέπω σε φυγή,μύγα,λιώνω,κενό (έξω),θολό
εμφανίζω,: φτάνω,βγες,αναδύομαι,ζήτημα,υλοποιώ,ξεσπάω,Αργαλειός,εμφανίζομαι
vanished => εξαφανίστηκε, vanish => εξαφανίζομαι, vanir => Βανίρ, vaniloquence => φλυαρία, vanillyl => Βανιλλυλ,