Greek Meaning of vacuate

εκκενώνω

Other Greek words related to εκκενώνω

Definitions and Meaning of vacuate in English

Webster

vacuate (v. t.)

To make void, or empty.

FAQs About the word vacuate

εκκενώνω

To make void, or empty.

Σχεδίαση (απενεργοποίηση),άδειος,εκκενώνω,εξάτμιση,εκκενώνω,κενός,Καθαρός,σαφής,Αποστάζω,εξαντλώ

συμπληρώνω,μουλιάζω,πλύσιμο,νερό,βρεγμένος,λούζω,μουλιάζει,βρέχω,πνίγω,πλημμύρα

vacua => κενό, vaclav havel => Βάτσλαβ Χάβελ, vacillatory => διστακτικός, vacillator => διστακτικός, vacillation => δισταγμός,