Greek Meaning of uxoriousness
γυναικοκρατία
Other Greek words related to γυναικοκρατία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of uxoriousness
- uxoriously => υπερβολικά αφοσιωμένος στη σύζυγό του
- uxorious => εκκεντρικός
- uxoricidal => γυναικοκτόνος
- uxorial => υξορικός
- uxor => σύζυγος
- ux. => Εμπειρία χρήστη (UX)
- uwarowite => Ουβαροβίτης
- uvulopalatopharyngoplasty => Ωτορινολαρυγγική χειρουργική επέμβαση
- uvulitis => Υπερωίτιδα
- uvulatomy => Ουλοτομία
Definitions and Meaning of uxoriousness in English
uxoriousness (n)
foolish fondness for or excessive submissiveness to one's wife
FAQs About the word uxoriousness
γυναικοκρατία
foolish fondness for or excessive submissiveness to one's wife
No synonyms found.
No antonyms found.
uxoriously => υπερβολικά αφοσιωμένος στη σύζυγό του, uxorious => εκκεντρικός, uxoricidal => γυναικοκτόνος, uxorial => υξορικός, uxor => σύζυγος,