Greek Meaning of utiliser
χρησιμοποιώ
Other Greek words related to χρησιμοποιώ
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of utiliser
- utilitarian => ωφελιμιστικός
- utilitarianism => Ωφελιμισμός
- utility => χρησιμότητα
- utility bond => Ενυπόθηκο ομόλογο
- utility man => γενίκος τεχνίτης
- utility program => βοηθητικό πρόγραμμα
- utility revenue bond => Ομόλογο δημοσίων εσόδων για υπηρεσίες κοινής ωφελείας
- utility routine => Ρουτίνα βοηθητικού προγράμματος
- utility-grade => βαθμού κοινής ωφέλειας
- utilizable => αξιοποιήσιμος
Definitions and Meaning of utiliser in English
utiliser (n)
someone who puts to good use
FAQs About the word utiliser
χρησιμοποιώ
someone who puts to good use
No synonyms found.
No antonyms found.
utilised => χρησιμοποιημένο, utilise => χρησιμοποιώ, utilisation => χρήση, utile => χρήσιμος, utica => Ουτίκα,