FAQs About the word usurpant

σφετεριστής

Usurping; encroaching.

No synonyms found.

No antonyms found.

usurp => σφετερίζομαι, usuriously => τοκογλυφικά, usurious => τοκογλυφικός, usuring => τοκογλυφία, usurer => Τοκογλύφος,