FAQs About the word unshielded

απροστάτευτος

(used especially of machinery) not protected by a shield

No synonyms found.

No antonyms found.

unshet => απροστάτευτος, unsheriff => μησερίφης, unshent => μη αποσταλμένο, unshelve => κατεβάζω από το ράφι, unshelled => αποφλοιωμένο,