Greek Meaning of umbellic
ομφαλικός
Other Greek words related to ομφαλικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of umbellic
- umbellifer => Σκιαδοφόρα
- umbelliferae => σκιαδοφόρα
- umbelliferone => Ουμβελλιφερόνη
- umbelliferous => σκιαδοφόρος
- umbelliferous plant => Σκιαδοφόρο φυτό
- umbelliform => σκιαδοειδή
- umbel-like => Σκιαδοειδής
- umbellularia => Ουμβελλαρία
- umbellularia californica => Δάφνη της Καλιφόρνια
- umbellule => Ομπρέλα
Definitions and Meaning of umbellic in English
umbellic (a.)
Pertaining to, or obtained from, certain umbelliferous plants; as, umbellic acid.
FAQs About the word umbellic
ομφαλικός
Pertaining to, or obtained from, certain umbelliferous plants; as, umbellic acid.
No synonyms found.
No antonyms found.
umbellet => άνθισματα, umbellated => σκιαδοειδής, umbellate => σκιαδοειδής, umbellar => ομπρελωτός, umbellales => σκιαδοφόρα,