Greek Meaning of tympanic bone
Τύμπανο
Other Greek words related to Τύμπανο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of tympanic bone
- tympanic cavity => Μέσο ους
- tympanic membrane => Τυμπανική μεμβράνη
- tympanic vein => τυμπανική φλέβα
- tympanist => τυμπανιστής
- tympanites => Τυμπανισμός
- tympanitic => τυμπανικός
- tympanitis => Μέση ωτίτιδα
- tympanoplasty => Τυμπανοπλαστική
- tympanuchus => Ηλιοτρόπιο των λειμώνων
- tympanuchus cupido => Λιβαδοσαύρα
Definitions and Meaning of tympanic bone in English
tympanic bone (n)
the bone enclosing the middle ear
FAQs About the word tympanic bone
Τύμπανο
the bone enclosing the middle ear
No synonyms found.
No antonyms found.
tympanic => τυμπανικός, tympani => τύμπανα, tympan => Τύμπανο, tyler => Τάιλερ, tylenol => Τυλενόλη,