Greek Meaning of truceless
αδίστακτος
Other Greek words related to αδίστακτος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of truceless
- truchman => Διερμηνέας
- trucidation => Σφαγή
- truck => Φορτηγό
- truck bed => Καρότσα φορτηγού
- truck dealer => έμπορος φορτηγών
- truck driver => οδηγός φορτηγού
- truck farm => Αγροτική εκμετάλλευση φορτηγών
- truck farming => Καλλιέργεια με φορτηγά αυτοκίνητα
- truck garden => Κήπος φορτηγού
- truck stop => Πάρκινγκ φορτηγών
Definitions and Meaning of truceless in English
truceless (a.)
Without a truce; unforbearing.
FAQs About the word truceless
αδίστακτος
Without a truce; unforbearing.
No synonyms found.
No antonyms found.
trucebreaker => παραβάτης ανακωχής, truce => Εκεχειρία, trubutarily => φόρου υποτελή, trubtall => Τρουμπτάλ, trub => τρούμπα,