FAQs About the word trapdoor

Πόρτα παγίδα

A lifting or sliding door covering an opening in a roof or floor., A door in a level for regulating the ventilating current; -- called also weather door.

Διπλή πόρτα,Εκκολάπτω,Πλέγμα,ερκείο,Πόρτα,Περιστροφική πόρτα,Αντιανεμική πόρτα,γκέτα,πόρτα,Ολλανδική πόρτα

No antonyms found.

trapball => Trapball, trapanning => παγίδα, trapanner => παγίδα, trapanned => παγιδεύτηκε, trap-and-drain auger => Αυγέρι καθαρισμού αποχετεύσεων,