FAQs About the word toupee

τουπέ

a small hairpiece to cover partial baldnessAlt. of Toupet

περούκα,τούφα,επέκταση,τρομακτική περούκα,περούκα,διακόπτης

No antonyms found.

toupe => τοποθέτηση, toulouse-lautrec => Τουλούζ-Λωτρέκ, toulouse => Τουλούζη, toulon => Τουλόν, touite => τουίτ,