Greek Meaning of thyroidal
θυρεοειδικός
Other Greek words related to θυρεοειδικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of thyroidal
- thyroid vein => Θυρεοειδική φλέβα
- thyroid hormone => Ορμόνη θυρεοειδούς
- thyroid gland => Θυρεοειδής αδένας
- thyroid cartilage => Χόνδρος του θυρεοειδούς
- thyroid => θυρεοειδής αδένας
- thyrohyoid => Θυρεοϋοειδής
- thyrohyal => Υοειδές
- thyroglobulin => Θυρεοσφαιρίνη
- thyrocalcitonin => Θυροκαλσιτονίνη
- thyroarytenoid => μυς θυρεοαρυταινοειδής
- thyroideal => θυρεοειδής
- thyroidectomy => Θυρεοειδεκτομή
- thyroiditis => Θυρεοειδίτιδα
- thyroid-stimulating hormone => Θυρεοειδοτρόπος ορμόνη
- thyromegaly => βρογχοκήλη
- thyronine => Θυρονίνες
- thyroprotein => Θυροπρωτεΐνη
- thyrotomy => Θυρεοτομία
- thyrotoxic => τοξικός θυρεοειδής
- thyrotoxicosis => Θυρεοτοξίκωση
Definitions and Meaning of thyroidal in English
thyroidal (a)
of or relating to the thyroid gland
FAQs About the word thyroidal
θυρεοειδικός
of or relating to the thyroid gland
No synonyms found.
No antonyms found.
thyroid vein => Θυρεοειδική φλέβα, thyroid hormone => Ορμόνη θυρεοειδούς, thyroid gland => Θυρεοειδής αδένας, thyroid cartilage => Χόνδρος του θυρεοειδούς, thyroid => θυρεοειδής αδένας,