Greek Meaning of throttlehold
πετάλι γκαζιού
Other Greek words related to πετάλι γκαζιού
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of throttlehold
- throttler => γκάζι
- through => μέσω
- through an experiment => μέσω ενός πειράματος
- through and through => από μέσα και έξω
- through empirical observation => Μέσω εμπειρικής παρατήρησης
- through with => τελειώσαμε με
- throughly => σχολαστικά
- throughout => παντού
- throughput => Παραγωγικότητα
- throughway => αυτοκινητόδρομος
Definitions and Meaning of throttlehold in English
throttlehold (n)
complete power over a person or situation
FAQs About the word throttlehold
πετάλι γκαζιού
complete power over a person or situation
No synonyms found.
No antonyms found.
throttled => στραγγαλισμένος, throttle valve => Πεντάλ γκαζιού, throttle => γκάζι, throstle => κίχλη, thropple => Δεν υπάρχει ισοδύναμος όρος,