Greek Meaning of thermosetting
Θερμοσκληρυνόμενο
Other Greek words related to Θερμοσκληρυνόμενο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of thermosetting
- thermosetting compositions => Θερμοσκληρυντικές συνθέσεις
- thermosetting resin => Θερμοσκληρυνόμενη ρητίνη
- thermosiphon => θερμοσίφωνας
- thermosphere => θερμόσφαιρα
- thermostable => Θερμοσταθερό
- thermostat => Θερμοστάτης
- thermostatic => θερμοστατικός
- thermostatically => θερμοστατικά
- thermostatics => Θερμοστάτες
- thermotactic => θερμοτακτικός
Definitions and Meaning of thermosetting in English
thermosetting (a)
having the property of becoming permanently hard and rigid when heated or cured
FAQs About the word thermosetting
Θερμοσκληρυνόμενο
having the property of becoming permanently hard and rigid when heated or cured
No synonyms found.
No antonyms found.
thermoset => Θερμοσκληρυνόμενο, thermoscopic => θερμοσκοπικός, thermoscope => θερμόμετρο, thermos flask => Θερμός, thermos bottle => Θερμός,