Greek Meaning of thermometer
Θερμόμετρο
Other Greek words related to Θερμόμετρο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of thermometer
- thermomagnetism => Θερμομαγνητισμός
- thermolyze => Θερμόλυση
- thermolytic => θερμολυτικό
- thermolysis => Θερμόλυση
- thermoluminescence => Θερμοφωταύγεια
- thermology => θερμολογία
- thermolabile => θερμοευαίσθητο
- thermojunction => Θερμοηλεκτρικό στοιχείο
- thermohydrometric => θερμοϋγρομετρικός
- thermohydrometer => Υγρανόμετρο Θερμομέτρου
- thermometric => θερμομετρικό
- thermometrical => Θερμομετρικό
- thermometrically => θερμομετρικά
- thermometrograph => Θερμογράφο
- thermometry => Θερμομετρία
- thermomotor => θερμοκινητήρας
- thermomultiplier => Θερμοπολλαπλασιαστής
- thermoneurosis => Θερμονεύρωση
- thermoneutrality => Θερμική ουδετερότητα
- thermonuclear => Θερμοπυρηνικός
Definitions and Meaning of thermometer in English
thermometer (n)
measuring instrument for measuring temperature
thermometer (n.)
An instrument for measuring temperature, founded on the principle that changes of temperature in bodies are accompained by proportional changes in their volumes or dimensions.
FAQs About the word thermometer
Θερμόμετρο
measuring instrument for measuring temperatureAn instrument for measuring temperature, founded on the principle that changes of temperature in bodies are accomp
No synonyms found.
No antonyms found.
thermomagnetism => Θερμομαγνητισμός, thermolyze => Θερμόλυση, thermolytic => θερμολυτικό, thermolysis => Θερμόλυση, thermoluminescence => Θερμοφωταύγεια,