Greek Meaning of theosophist
θεοσοφιστής
Other Greek words related to θεοσοφιστής
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of theosophist
- theosophism => θεοσοφία
- theosophical => θεοσοφικό
- theosophic => θεοσοφικός
- theosopher => θεόσοφος
- theosoph => Θεοσοφιστής
- theory-based => βασισμένη στη θεωρία
- theory of relativity => Θεωρία της σχετικότητας
- theory of punctuated equilibrium => Θεωρία διακεκομμένης ισορροπίας
- theory of probability => Θεωρία πιθανοτήτων
- theory of preformation => Θεωρία Προδιαμόρφωσης
- theosophistical => θεοσοφικός
- theosophize => Θεοσοφίζω
- theosophized => θεοσοφισμένος
- theosophizing => θεοσοφικός
- theosophy => θεοσοφία
- theoterrorism => Θεοτρομοκρατία
- therapeutae => θεραπευτές
- therapeutic => θεραπευτική
- therapeutic abortion => θεραπευτική έκτρωση
- therapeutic cloning => Θεραπευτική κλωνοποίηση
Definitions and Meaning of theosophist in English
theosophist (n)
a believer in theosophy
theosophist (n.)
One addicted to theosophy.
FAQs About the word theosophist
θεοσοφιστής
a believer in theosophyOne addicted to theosophy.
No synonyms found.
No antonyms found.
theosophism => θεοσοφία, theosophical => θεοσοφικό, theosophic => θεοσοφικός, theosopher => θεόσοφος, theosoph => Θεοσοφιστής,