Greek Meaning of theanthropist
θεάνθρωπος
Other Greek words related to θεάνθρωπος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of theanthropist
- theanthropism => θεανθρωπισμός
- theanthropical => θεανθρωπικός
- theanthropic => Θεανθρωπικός
- theandric => ανδρόγυνος
- theaceae => Θειοειδή
- thea => Τσάϊ
- the ways of the world => οι τρόποι του κόσμου
- the way of the world => Ο τρόπος του κόσμου
- the venerable bede => Ο σεβαστός Βέδας
- the true => το αληθινό
- theanthropy => θεανθρωπία
- thearchic => θεοκρατικός
- thearchy => θεοκρατία
- theater => θέατρο
- theater company => Θεατρική ομάδα
- theater critic => θεατρικός κριτικός
- theater curtain => Αυλαία θεάτρου
- theater director => θεατρικός σκηνοθέτης
- theater in the round => Θέατρο στην αρένα
- theater light => Θεατρικά φώτα
Definitions and Meaning of theanthropist in English
theanthropist (n.)
One who advocates, or believes in, theanthropism.
FAQs About the word theanthropist
θεάνθρωπος
One who advocates, or believes in, theanthropism.
No synonyms found.
No antonyms found.
theanthropism => θεανθρωπισμός, theanthropical => θεανθρωπικός, theanthropic => Θεανθρωπικός, theandric => ανδρόγυνος, theaceae => Θειοειδή,