Greek Meaning of territorialisation
εδαφικοποίηση
Other Greek words related to εδαφικοποίηση
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of territorialisation
- territorial waters => χωρικά ύδατα
- territorial reserve => Περιφερειακό απόθεμα
- territorial dominion => εδαφική κυριαρχία
- territorial division => εδαφική διαίρεση
- territorial army => εδαφικός στρατός
- territorial => εδαφικός
- terrine => τερίνα
- terrigenous => Τερριγονούς
- terrifying => τρομακτικός
- terrify => Τρομάζω
Definitions and Meaning of territorialisation in English
territorialisation (n)
the act of organizing as a territory
FAQs About the word territorialisation
εδαφικοποίηση
the act of organizing as a territory
No synonyms found.
No antonyms found.
territorial waters => χωρικά ύδατα, territorial reserve => Περιφερειακό απόθεμα, territorial dominion => εδαφική κυριαρχία, territorial division => εδαφική διαίρεση, territorial army => εδαφικός στρατός,