Greek Meaning of tensional
εντασιακός
Other Greek words related to εντασιακός
Nearest Words of tensional
Definitions and Meaning of tensional in English
tensional (a)
of or relating to or produced by tension
FAQs About the word tensional
εντασιακός
of or relating to or produced by tension
τεταμένος,σφίγγω,συνημμένο,δέσιμο,Αναχαιτίζω,καταπόνηση,Τέντωμα,γραβάτα,περιορίζω,δένω
ευκολία,χαλαρώνω,χαλάρωσε,Χαλαρός,χαλαρώνω,διαχωρίζω,δωρεάν,αναίρεση,αποσυνδέω,λύνω
tension headache => Κεφαλαλγία με τάση, tension => τάση, tensiometer => πιεσόμετρο, tensimeter => σφυγμομανόμετρο, tensility => Αντοχή σε εφελκυσμό,