FAQs About the word tensional

εντασιακός

of or relating to or produced by tension

τεταμένος,σφίγγω,συνημμένο,δέσιμο,Αναχαιτίζω,καταπόνηση,Τέντωμα,γραβάτα,περιορίζω,δένω

ευκολία,χαλαρώνω,χαλάρωσε,Χαλαρός,χαλαρώνω,διαχωρίζω,δωρεάν,αναίρεση,αποσυνδέω,λύνω

tension headache => Κεφαλαλγία με τάση, tension => τάση, tensiometer => πιεσόμετρο, tensimeter => σφυγμομανόμετρο, tensility => Αντοχή σε εφελκυσμό,