FAQs About the word teinture

χρωστική

Color; tinge; tincture.

No synonyms found.

No antonyms found.

teint => επιδερμίδα, teinoscope => Τεινοσκόπιο, teinland => Τέινλαντ, teine => εφηβος, teind => δεκάτη,