Greek Meaning of tax collector
Συλλέκτης φόρων
Other Greek words related to Συλλέκτης φόρων
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of tax collector
- tax collection => είσπραξη φόρων
- tax certificate => Βεβαίωση φόρου
- tax break => Φορολογική απαλλαγή
- tax bracket => φορολογική κλάση
- tax boost => αύξηση φόρων
- tax bill => φορολογικό νομοσχέδιο
- tax benefit => φορολογικό όφελος
- tax base => Φορολογητέα βάση
- tax avoidance => Φοροδιαφυγή
- tax assessor => φορολογικός εκτιμητής
- tax credit => φορολογική πίστωση
- tax cut => μείωση φόρων
- tax deduction => φορολογική έκπτωση
- tax evasion => φοροδιαφυγή
- tax form => Έντυπο φόρου
- tax haven => φορολογικός παράδεισος
- tax hike => αύξηση φόρων
- tax income => Φόρος εισοδήματος
- tax law => Φορολογικό δίκαιο
- tax liability => φορολογική υποχρέωση
Definitions and Meaning of tax collector in English
tax collector (n)
someone who collects taxes for the government
FAQs About the word tax collector
Συλλέκτης φόρων
someone who collects taxes for the government
No synonyms found.
No antonyms found.
tax collection => είσπραξη φόρων, tax certificate => Βεβαίωση φόρου, tax break => Φορολογική απαλλαγή, tax bracket => φορολογική κλάση, tax boost => αύξηση φόρων,