FAQs About the word syringe

σύριγγα

a medical instrument used to inject or withdraw fluids, spray or irrigate (a body part) with a syringe

βελόνα,υποδόριος,Υπερβολική διαφήμιση

No antonyms found.

syringa vulgaris => Συριγγιά, syringa villosa => Συριγγιά, syringa reticulata => Ιαπωνική πασχαλιά, syringa persica => Περσική πασχαλιά, syringa josikea => Συριγγια του Γιοζικα,