Greek Meaning of suffusive
διαχυτικός
Other Greek words related to διαχυτικός
Nearest Words of suffusive
Definitions and Meaning of suffusive in English
suffusive (s)
spreading through
FAQs About the word suffusive
διαχυτικός
spreading through
συμπληρώνω,πλημμύρα,εμπνέω,εμπεδώνω,εγχέω,εμβολιάζω,επενδύσετε,απότομος,κινούμενη εικόνα,χρέωση
στερώ,σαφής,αποεπενδύω,εξαλείφω,άδειος,αφαιρώ,Λωρίδα,παίρνω (μακριά)
suffusion => ερεθισμός, suffuse => πλημμυρίζω, suffrutex => Ημίθαμνος, suffrutescent => θάμνου, suffragist => σουφραζέτα,