Greek Meaning of strapper
λουρί
Other Greek words related to λουρί
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of strapper
- strapping => σωματώδης
- strasberg => Στράσμπεργκ
- strasbourg => Στρασβούργο
- strassburg => Στρασβούργο
- stratagem => τέχνασμα
- strategian => στρατηγός
- strategic => στρατηγικός
- strategic arms limitation talks => Διαπραγματεύσεις για τον περιορισμό των στρατηγικών όπλων
- strategic buyout => Στρατηγικός εξαγορά
- strategic intelligence => Στρατηγική πληροφορία
Definitions and Meaning of strapper in English
strapper (n)
a large and strong and heavyset man
FAQs About the word strapper
λουρί
a large and strong and heavyset man
No synonyms found.
No antonyms found.
strappado => Στραπαντάδο, straplike => σαν λουρί, strapless => Στραπλες, straphanger => Επιβάτης, strapado => Στραππάδο,