Greek Meaning of speech organ
Ομιλητικό όργανο
Other Greek words related to Ομιλητικό όργανο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of speech organ
- speech intelligibility => Ευκρίνεια ομιλίας
- speech disorder => Διαταραχή ομιλίας
- speech defect => Διαταραχή λόγου
- speech day => Ημέρα ομιλίας
- speech community => Λεκτική κοινότητα
- speech communication => προφορική επικοινωνία
- speech act => Λεκτική πράξη
- speech => λόγος
- speculator => κερδοσκόπος
- speculativeness => εικασιών
- speech pattern => τρόπος ομιλίας
- speech perception => Αντίληψη λόγου
- speech production => Παραγωγή λόγου
- speech rhythm => Ρυθμός ομιλίας
- speech sound => ήχος ομιλίας
- speech spectrum => φασμα φωνής
- speech therapist => λογοθεραπευτής
- speech therapy => Λογοθεραπεία
- speech-endowed => λόγιος
- speechifier => ομιλητής
Definitions and Meaning of speech organ in English
speech organ (n)
any of the organs involved in speech production
FAQs About the word speech organ
Ομιλητικό όργανο
any of the organs involved in speech production
No synonyms found.
No antonyms found.
speech intelligibility => Ευκρίνεια ομιλίας, speech disorder => Διαταραχή ομιλίας, speech defect => Διαταραχή λόγου, speech day => Ημέρα ομιλίας, speech community => Λεκτική κοινότητα,