Greek Meaning of spectroelectric
φασματοηλεκτρικός
Other Greek words related to φασματοηλεκτρικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of spectroelectric
- spectrogram => φασματογράφημα
- spectrograph => φασματογράφος
- spectrographic => φασματοσκοπικός
- spectrographic analysis => Φασματοσκοπική ανάλυση
- spectrographically => φασματογράφως
- spectroheliogram => φασματοηλιογράφημα
- spectroheliograph => φασματοειδιογράφος
- spectrometer => Φασματόμετρο
- spectrometric => φασματομετρικός
- spectrometry => Φασματοσκοπία
Definitions and Meaning of spectroelectric in English
spectroelectric (a.)
Pert. to or designating any form of spark tube the electric discharge within which is used in spectroscopic observations.
FAQs About the word spectroelectric
φασματοηλεκτρικός
Pert. to or designating any form of spark tube the electric discharge within which is used in spectroscopic observations.
No synonyms found.
No antonyms found.
spectrobolometer => φασματοβολόμετρο, spectre => φάντασμα, spectral colour => Φασματικό χρώμα, spectral color => Φασματικό χρώμα, spectral => φασματικός,