Greek Meaning of solar power
ηλιακή ενέργεια
Other Greek words related to ηλιακή ενέργεια
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of solar power
- solar plexus => ηλιακό πλέγμα
- solar physics => Ηλιακή φυσική
- solar parallax => Ηλιακή παράλλαξη
- solar panel => ηλιακός συλλέκτης
- solar myth => ηλιακός μύθος
- solar month => συνοδικός μήνας
- solar magnetic field => Ηλιακό μαγνητικό πεδίο
- solar house => ηλιακό σπίτι
- solar heater => Ηλιακός θερμοσίφωνας
- solar halo => Ηλιακό άλω
- solar prominence => Ηλιακές εκλάμψεις
- solar radiation => Ηλιακή ακτινοβολία
- solar system => ηλιακό σύστημα
- solar telescope => Ηλιακό τηλεσκόπιο
- solar thermal system => Ηλιακό θερμικό σύστημα
- solar trap => ηλιακός παγίδα
- solar wind => ηλιακός άνεμος
- solar year => ηλιακό έτος
- solarisation => ηλιακό
- solarise => ηλιοστατικός
Definitions and Meaning of solar power in English
solar power (n)
energy from the sun that is converted into thermal or electrical energy
FAQs About the word solar power
ηλιακή ενέργεια
energy from the sun that is converted into thermal or electrical energy
No synonyms found.
No antonyms found.
solar plexus => ηλιακό πλέγμα, solar physics => Ηλιακή φυσική, solar parallax => Ηλιακή παράλλαξη, solar panel => ηλιακός συλλέκτης, solar myth => ηλιακός μύθος,