Greek Meaning of sodium lauryl sulphate
θειικό λαουρυλεστέρα νατρίου
Other Greek words related to θειικό λαουρυλεστέρα νατρίου
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of sodium lauryl sulphate
- sodium lauryl sulfate => Θειικό δωδεκυλίου νάτριο
- sodium iodide => Ιωδιούχο νάτριο
- sodium hypochlorite => υποχλωριώδες νάτριο
- sodium hydroxide => Υδροξείδιο του νατρίου
- sodium hydrogen carbonate => Διττανθρακικό νάτριο
- sodium hydride => Υδρίδιο νατρίου
- sodium fluoride => Φθοριούχο νάτριο
- sodium ethylmercurithiosalicylate => Αιθυλερκοριοθειοσαλικυλικό νάτριο
- sodium dichromate => Δυχρωμικό κάλιο
- sodium chloride => Χλωριούχο νάτριο
- sodium nitrate => Νιτρικό νάτριο
- sodium nitrite => Νιτρώδες νάτριο
- sodium orthophosphate => Ορθοφωσφορικό νάτριο
- sodium phosphate => Φωσφορικό νάτριο
- sodium pyrophosphate => Πυροφωσφορικό νάτριο
- sodium salicylate => σαλικυλικό νάτριο
- sodium silicate => Πυριτικό νάτριο
- sodium sulfate => Θειικός νάτριος
- sodium sulphate => Θειικός Νάτριος
- sodium thiosulfate => Θειοθειικός νάτριος
Definitions and Meaning of sodium lauryl sulphate in English
sodium lauryl sulphate (n)
a caustic detergent useful for removing grease; although commonly included in personal care items (shampoos and toothpastes etc.) it can irritate skin and should not be swallowed
FAQs About the word sodium lauryl sulphate
θειικό λαουρυλεστέρα νατρίου
a caustic detergent useful for removing grease; although commonly included in personal care items (shampoos and toothpastes etc.) it can irritate skin and shoul
No synonyms found.
No antonyms found.
sodium lauryl sulfate => Θειικό δωδεκυλίου νάτριο, sodium iodide => Ιωδιούχο νάτριο, sodium hypochlorite => υποχλωριώδες νάτριο, sodium hydroxide => Υδροξείδιο του νατρίου, sodium hydrogen carbonate => Διττανθρακικό νάτριο,