FAQs About the word snowdrift

χιονοστιβάδα

a mass of snow heaped up by the wind

τράπεζα,Χιονοστιβάδα,παρασύρειν,αντιστήριγμα,λόφος,βουνό,μπάρα,στοίβα,λόφος,μάζα

No antonyms found.

snow-covered => Καλυμμένος με χιόνι, snow-clad => χιονισμένος, snow-capped => Χιονοσκεπής, snowcap => Χιονόσκωρο, snowbound => Χιονισμένος,