FAQs About the word slumberer

κοιμώμενος

a rester who is sleepingOne who slumbers; a sleeper.

κρεβατοβαγόνι,μπουλντόζα

άυπνος,σωλήνας ανύψωσης,ξυπνητήρι

slumbered => αποκοιμήθηκε, slumber party => πάρτι πιτζάμας, slumber => νυστάζω, slum area => παραγκούπολη, slum => παραγκούπολη,