FAQs About the word slat

Σταυρός

a thin strip (wood or metal), equip or bar with slats, close the slats of (windows)A thin, narrow strip or bar of wood or metal; as, the slats of a window blind

Επίδεσμος,ζώνη,υποχρεωτικός,Ιμάντας,Ταινία,Συγκρότημα,περίμετρος,λίστα,κορδέλα,Λωρίδα

No antonyms found.

slask => θήκη, slashy => κοφτερός, slashing => κόψιμο, slasher => σλάσερ, slashed => σχισμένος,