FAQs About the word skeletonize

σκελετοποιώ

To prepare a skeleton of; also, to reduce, as a leaf, to its skeleton.

No synonyms found.

No antonyms found.

skeleton shrimp => Σκελετωμένα γαριδάκια, skeleton key => κλειδί κωλοκύθας, skeleton in the cupboard => Σκελετός στην ντουλάπα, skeleton in the closet => Ο σκελετός στην ντουλάπα, skeleton fork fern => Σκελετόμορφο μέρος,