Greek Meaning of shopboard
πάγκος εργασίας
Other Greek words related to πάγκος εργασίας
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of shopboard
- shopaholic => εθισμένος στα ψώνια
- shop window => Βιτρίνα
- shop talk => Πλας
- shop steward => Μέλος του εργατικού συμβουλίου
- shop mechanic => Μηχανικός καταστήματος
- shop girl => Πωλήτρια
- shop floor => Εργαστήριο
- shop clerk => Υπάλληλος καταστήματος
- shop class => Εργαστήριο
- shop boy => Υπάλληλος καταστήματος
Definitions and Meaning of shopboard in English
shopboard (n.)
A bench or board on which work is performed; a workbench.
FAQs About the word shopboard
πάγκος εργασίας
A bench or board on which work is performed; a workbench.
No synonyms found.
No antonyms found.
shopaholic => εθισμένος στα ψώνια, shop window => Βιτρίνα, shop talk => Πλας, shop steward => Μέλος του εργατικού συμβουλίου, shop mechanic => Μηχανικός καταστήματος,