FAQs About the word shattery

εύθραυστος

Easily breaking into pieces; not compact; loose of texture; brittle; as, shattery spar.

No synonyms found.

No antonyms found.

shatterproof glass => ανθεκτικό στο θρυμματισμό γυαλί, shatterproof => άθραυστος, shatter-pated => αφηρημένος, shattering => συντριπτικός, shattered => θρυμματισμένος,