FAQs About the word section man

Τμηματάρχης

someone who teaches a section of a large college course

No synonyms found.

No antonyms found.

section hand => εργάτης συντήρησης σιδηροδρομικής γραμμής, section gang => συνεργείο συντήρησης, section eight => τμήμα οκτώ, section => ενότητα, sectility => ελατότητα,