Greek Meaning of scleroid
ιστό σκληρίδας
Other Greek words related to ιστό σκληρίδας
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of scleroid
- sclerogenous => σκληρογόνος
- sclerogen => σκληραγωγός
- sclerodermous => σκληροδερμικός
- sclerodermite => Σκληροδερμία
- sclerodermic => Σκληροδερμικός
- sclerodermatales => σκληροδερματάλες
- sclerodermataceae => Σκληροδερματάτες
- sclerodermata => Sclerodermata
- scleroderma flavidium => Σκληρόδερμα flavidium
- scleroderma citrinum => Σκληρόδερμα το κιτρινίζον
- scleroma => Σκλήρωμα
- sclerometer => σκληρόμετρο
- scleropages => Αροβάνα
- scleropages jardinii => Scleropages jardinii
- scleropages leichardti => Scleropages leichardti
- scleroparei => Scleroparei
- scleroprotein => Σκληροπρωτεΐνη
- sclerosed => σκληρωμένος
- sclerosing leukoencephalitis => Σκληρυντική λευκοεγκεφαλίτιδα
- sclerosis => Σκλήρυνση
Definitions and Meaning of scleroid in English
scleroid (a.)
Having a hard texture, as nutshells.
FAQs About the word scleroid
ιστό σκληρίδας
Having a hard texture, as nutshells.
No synonyms found.
No antonyms found.
sclerogenous => σκληρογόνος, sclerogen => σκληραγωγός, sclerodermous => σκληροδερμικός, sclerodermite => Σκληροδερμία, sclerodermic => Σκληροδερμικός,