Greek Meaning of schistaceous
σχιστόλιθος
Other Greek words related to σχιστόλιθος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of schistaceous
- schistic => σχιστώδης
- schistorrhachis => Σχιστοορραχία
- schistose => σχιστολιθικός
- schistosity => σχιστότητα
- schistosoma => Σχιστόσωμα
- schistosomatidae => Σχιστοσωματίδες
- schistosome => Σχιστόσωμα
- schistosome dermatitis => Σχιστοσωμική δερματίτιδα
- schistosomiasis => Σχιστοσωμίαση
- schistous => σχιστολιθικός
Definitions and Meaning of schistaceous in English
schistaceous (a.)
Of a slate color.
FAQs About the word schistaceous
σχιστόλιθος
Of a slate color.
No synonyms found.
No antonyms found.
schist => σχιστόλιθος, schismless => ασχισματικός, schismatizing => σχισματικός, schismatized => σχισματικός, schismatize => σχισματικός,